- ἀρχαιοπινής
- ἀρχαιοπινήςwith the patina of antiquitymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχαιοπινής — ές (Α ἀρχαιοπινής, ές) 1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας 2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»] … Dictionary of Greek
αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… … Dictionary of Greek